- μολυνοπραγμονούμαι
- μολυνοπραγμονοῡμαι, -έομαι (Α)ανακατεύομαι σε ρυπαρά, βρομερά, αηδή πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μολυν- τού μολύνω + -πραγμονῶ -οῦμαι (< -πράγμων < πρᾶγμα), πρβλ. κακο-πραγμονώ, πολυ-πραγμονώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.